- προῆγον
- προῆγον , προάγωlead forwardimperf ind act 3rd pl (attic epic ionic)προῆγον , προάγωlead forwardimperf ind act 1st sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενεργής — ἐνεργής, ές (Α) μσν. οξύς, ισχυρός αρχ. 1. δραστήριος, αποτελεσματικός («προῆγον ὀρθίους ἐπὶ τοὺς πολεμίους, ἐνεργῆ ποιούμενοι τὴν ἐφοδον», Πολ.) 2. (για φάρμακο) δραστικός 3. εύφορος, καρποφόρος, αποδοτικός … Dictionary of Greek